ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
κυνοκοπῶ, κυνοκοπέω (Α)
ξυλοκοπώ κάποιον, δέρνω κάποιον σαν να ήταν σκυλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + κοπῶ (< -κόπος < κόπτω), πρβλ. δημοκοπώ, σφυροκοπώ].