μυρσινέλαιο

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek Monolingual

το (Α μυρσινέλαιον)
λάδι το οποίο εξάγεται από τα φύλλα της μυρσίνης, μυρτέλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρσίνη + ἔλαιον.