μυρόκαρπος

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

ο
βοτ. γένος δέντρων της Βραζιλίας και της Αργεντινής με παχύ φλοιό και συμπαγές ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myrocarpus (< μύρον + καρπός)].