μυχάλμη

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυχάλμη Medium diacritics: μυχάλμη Low diacritics: μυχάλμη Capitals: ΜΥΧΑΛΜΗ
Transliteration A: mychálmē Transliteration B: mychalmē Transliteration C: mychalmi Beta Code: muxa/lmh

English (LSJ)

βυθὸς θαλάσσης, Phot.

German (Pape)

[Seite 223] ἡ, nach Phot. βάθος θαλάσσης.

Greek (Liddell-Scott)

μυχάλμη: ἡ, «βυθὸς θαλάσσης» Φώτ.

Greek Monolingual

μυχάλμη, ἡ (Α)
(κατά τον Φώτ.) «βυθός θαλάσσης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + ἅλμη «θαλασσινό νερό»].