μωσαϊκός

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό μωσαϊκό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μωσαϊκό ή που έχει μορφή και σύσταση μωσαϊκού («μωσαϊκές πλάκες»).
(II)
-ή, -ὁ (ΑΜ μωσαϊκός -ή, -όν Μωυσής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μωυσή («μωσαϊκός νόμος» — ο δεκάλογος, οι δέκα εντολές, το σύνολο τών διατάξεων που δόθηκαν από τον Θεό μέσω του Μωυσή).
επίρρ...
μωσαϊκῶς (Α)
κατά τον Μωυσή, με μωσαϊκό τρόπο.