μώλυ

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942

Greek Monolingual

μῶλυ, τὸ (Α)
1. μυθικό φυτό με μαύρη ρίζα και λευκό άνθος, το οποίο έδωσε ο Ερμής στον Οδυσσέα ως αντιφάρμακο κατά της μαγικής τέχνης της Κίρκης
2. το φυτό κρόμμυον το μέλαν
3. το φυτό πήγανον ή άρμαλα, το οποίο αναπτυσσόταν, κυρίως, στην Καππαδοκία
4. το φυτό ηρύγγιον
5. το φυτό στρύχνον το υπνωτικόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως που εμφανίζει κατάλ. -υ (πρβλ. μίσυ). Διάφορες θεωρίες στις οποίες επιχειρήθηκε σύνδεση της λ. είτε με αρχ. ινδ. mulam «ρίζα» είτε με τα μαλάχη ή μολόχη, λατ. malua κ.ά. έχουν ήδη καταρριφθεί].