νάεσσι

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek (Liddell-Scott)

νάεσσι: Αἰολ. = ναυσὶ Ἀλκαίου Ἀποσπ. 79, Πινδ. Π. 4. 56, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 605, 27.