νέφι

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

το (Μ νέφι και γνέφι)
σύννεφο
μσν.
μτφ. σκόνη, νεφελώδης κονιορτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος, κατά τα ουδ. σε -ι- (για την ανάπτυξη του -γ- προ του -ν- πρβλ. σύννεφο: σύγνεφο)].