νήποτμος
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
German (Pape)
[Seite 253] = ἄποτμος, Hes. Th. 795, v. l.
Russian (Dvoretsky)
νήποτμος: несчастный (Hes. - v. l. νήϋτμος).
Greek (Liddell-Scott)
νήποτμος: -ον, = ἄποτμος, διάφ. γραφ. ἐν Ἡσ. Θ. 795, ἀντὶ νήϋτμος.
Greek Monolingual
νήποτμος, -ον (Α)
άτυχος, κακότυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νή- + πότμος «πεπρωμένο» (πρβλ. ά-ποτμος, δυσ-πότμος)].