ναρκοληψία

From LSJ

πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο ασθενής καταλαμβάνεται περιοδικώς από ακατανίκητη τάση για ύπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. narcolepsie < narco- (< νάρκη) + -lepsie (< -ληψία < -λήπτης < λαμβάνω)].