ναυκληρικά
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
ναυκληρικά: τά мореходство: ν. καὶ ἐμπορικά Plat. торговое мореплавание.