νειλόμετρο

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

το
τετράγωνο φρέαρ που συγκοινωνεί με τον Νείλο και περιέχει μαρμάρινη στήλη με 24 χαραγμένες γραμμές με τις οποίες γίνεται ο έλεγχος της στάθμης του ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Νεῖλος + μέτρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Εμμ. Ροΐδη].