νεκραναίσθητος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Greek Monolingual
νεκραναίσθητος, -ον (Μ)
αναίσθητος σαν νεκρός, λιπόθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + ἀναίσθητος.
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
νεκραναίσθητος, -ον (Μ)
αναίσθητος σαν νεκρός, λιπόθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + ἀναίσθητος.