νεκροβίωση

From LSJ

Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt

Menander, Monostichoi, 557

Greek Monolingual

η
ιατρ. κατάσταση κατά την οποία επέρχεται βραδεία νέκρωση ιστού και κατά την οποία τα νεκρωμένα στοιχεία είναι ανεκτά από τα ζώντα στοιχεία του περιβάλλοντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. necrobiosis < necro- (< νεκρός) + biosis (< βίωσις.