νεκροβίωση
From LSJ
η
ιατρ. κατάσταση κατά την οποία επέρχεται βραδεία νέκρωση ιστού και κατά την οποία τα νεκρωμένα στοιχεία είναι ανεκτά από τα ζώντα στοιχεία του περιβάλλοντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. necrobiosis < necro- (< νεκρός) + biosis (< βίωσις.