νεκρογέννητος
From LSJ
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
Greek Monolingual
-η, -ο
νεκρογενής, νεκρογεννημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + γεννητός (< γεννώ), πρβλ. νεο-γέννητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου].