νεκρολίβανο

From LSJ

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source

Greek Monolingual

το
λιβάνι για τους νεκρούς («το νεκρολίβανο οπού καπνίζει ακόμα στού τάφου της το χώμα», Βαλαωρ.).