νεκροπάθεια

From LSJ

οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring

Source

Greek Monolingual

η (Α νεκροπάθεια ή νεκροπαθεία)
νεοελλ.
παθολογική διάθεση στην οποία παρατηρείται διαδοχική νέκρωση όλων ή τών περισσότερων οστών του σώματος
αρχ.
η νέκρωση τών παθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -πάθεια (< -παθής < πάθος), πρβλ. μεγαλοπάθεια, μονοπάθεια].