νεκροπάθεια

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173

Greek Monolingual

η (Α νεκροπάθεια ή νεκροπαθεία)
νεοελλ.
παθολογική διάθεση στην οποία παρατηρείται διαδοχική νέκρωση όλων ή τών περισσότερων οστών του σώματος
αρχ.
η νέκρωση τών παθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -πάθεια (< -παθής < πάθος), πρβλ. μεγαλοπάθεια, μονοπάθεια].