νεκροσπερμία
From LSJ
η
ιατρ. η παθολογική κατάσταση κατά την οποία τα σπερματοζωάρια μέσα στο σπέρμα είναι νεκρά, γεγονός που αποτελεί αίτιο της ανδρικής στειρότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. necrospermia < necro- (< νεκρός) + -spermia (< -σπερμία < -σπέρμος < σπέρμα.