θαλέθω
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
English (LSJ)
poet. for θάλλω (cf. θαλέω), bloom, thrive, used by Hom. only in part., θάμνος ἐλαίης… θαλέθων Od.23.191, cf. Ibyc.1.6, A.R. 2.843; βίου θαλέθοντος Emp.20.3; of men, ἠΐθεοι θαλέθοντες Od.6.63; θαλέθοντα τόκον IG14.1363; θαλέθεσκες ἐν εἴαρι AP11.374 (Maced.); αἰεὶ θαλέθοντι βίῳ Lyr.Adesp.98 (= Trag.Adesp.373); σύες θαλέθοντες ἀλοιφῇ swelling, wantoning in fat, Il.9.467, cf. 23.32: c. acc., ποίην λειμῶνες θαλέθουσιν Theoc.25.16.
German (Pape)
[Seite 1183] (= θάλλω), Hom. nur part., Od. 23, 191, vom Oelbaum, grünend u. blühend, 6, 63 ἠΐθεοι θαλέθοντες, in der Blüte des Alters stehend, σύες θαλέθοντες ἀλοιφῇ, von Fett strotzend, Il. 9, 467. 23, 32; θαλέθουσι Ibyc. 1; ὡς ῥόδον θαλέθεσκες Maced. 16 (XI, 374). Bei Theocr. 25, 16 transit., ποίην λειμῶνες θαλέθουσι, bringen hervor.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et ao. itér.
fleurir.
Étymologie: R. Θαλ, pousser, croître ; cf. θάλλω.
Russian (Dvoretsky)
θᾰλέθω:
1 распускаться, расцветать или зеленеть: θάμνος ἐλαίης ἔφυ θαλέθων Hom. отпрыск масличного дерева вырос и разросся;
2 достигать цветущего возраста (θαλέθων βίος Plut.): τρεῖς ἠΐθεοι θαλέθοντες Hom. трое юношей во цвете лет;
3 (раз)добреть, жиреть, тучнеть: σύες θαλέθοντες ἀλοιφῇ Hom. заплывшие жиром (тучные) свиньи;
4 производить, рождать (ποίην λειμῶνες θαλέθουσι Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλέθω: ποιητ. ἐκτεταμένος τύπος τοῦ θάλλω (πρβλ. θᾰλέω), ἀνθῶ, ἀκμάζω, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατὰ μετοχ., θάμνος ἐλαίης... θαλέθων Ὀδ. Ψ. 191, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 843· - ἐπὶ προσώπ., ἠΐθεοι θαλέθοντες Ὀδ. Ζ. 63· οὕτω, θαλέθοντα τόκον Συλλ. Ἐπιγρ. 6203. 9· θαλέθεσκες ἐν εἴαρι Ἀνθ. Π. 11. 374· ἀεὶ θαλέθοντι βίῳ Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 116C· - ἐπὶ χοίρων, θαλέθοντες ἀλοιφῇ, ἀκμάζοντες, παχύτατοι, Ἰλ. Ι. 467. Ψ. 32· μεταβ. μετ’ αἰτ., ποίην λειμῶνες θαλέθουσιν Θεόκρ. 25. 16.
English (Autenrieth)
parallel form of θάλλω, ψ, 191; fig., Od. 6.63 ; ἀλοιφῇ, ‘teeming,’ ‘loaded' with fat, Il. 9.467, Il. 23.32.
Greek Monolingual
θαλέθω (Α) (ποιητ. τ. του θάλλω) (Α)
1. ανθώ («θάμνος... έλαίης... θαλέθων», Ομ. Οδ.)
2. ακμάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σχηματίστηκε από το θάλλω και κατά τα σε -εθω ρ. (πρβλ. φλεγέθω), τα οποία είναι υστερογενή. Η ανάπτυξη του επιθήματος μπορεί να οφείλεται σε μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
θᾰλέθω: ποιητ. επιτετ. τύπος αντί θάλλω, ανθίζω, ακμάζω, μπουμπουκιάζω, σε Όμηρ., μόνο στη μτχ.· λέγεται για δέντρα, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ανθρώπους, στο ίδ.· όπως επίσης χρησιμοποιείται και για γουρούνια, θαλέθοντες ἀλοιφῇ, πρησμένα, πλούσια σε πάχος, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
poet. lengthd. for θάλλω,]
to bloom, flourish, Hom. only in part.; of trees, Od.; of men, Od.; of swine, θαλέθοντες ἀλοιφῇ swelling, wantoning in fat, Il.