νεωτερικῶς

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
en jeune homme.
Étymologie: νεώτερος.

Russian (Dvoretsky)

νεωτερικῶς: по-юношески (ἀκάκως καὶ ν. Plut.).