νηπιοφανής

Greek (Liddell-Scott)

νηπιοφᾰνής: -ές, ὁ ὡς νήπιον φαινόμενος, Τιμόθεος Ἱεροσ. 240C. κλ.

Greek Monolingual

νηπιοφανής, -ές (Μ)
αυτός που φαίνεται σαν νήπιο, που έχει όψη νηπίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + -φανής (< θ. φαν- πρβλ. -φάν-ην, αόρ. του φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. ιπποφανής, νεβροφανής].

German (Pape)

ές, wie ein Kind erscheinend, Sp.