νεβροφανής
From LSJ
English (LSJ)
νεβροφανές, fawn-like, Nonn. D. 5.363.
German (Pape)
[Seite 235] ές, wie ein Hirschkalb erscheinend, Nonn. D. 5, 363.
Greek (Liddell-Scott)
νεβροφᾰνής: -ές, ὅμοιος πρὸς νεβρόν, Νόνν. Δ. 5. 363.
Greek Monolingual
νεβροφανής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται σαν νεβρός, αυτός που μοιάζει με ελαφάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + -φανής (< θ. φαν-, πρβλ. ἐ-φάν-ην, αόρ. β' του φαίνομαι), πρβλ. μολυβδοφανής, χαλκοφανής].