νηπιόλεκτος
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
Greek Monolingual
νηπιόλεκτος, -ον (Μ)
φρ. «νηπιόλεκια ρήματα» — νηπιώδη, ανόητα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος «μωρός, ανόητος» + -λεκτος (< λέγω), πρβλ. κοινόλεκτος].