Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νιάμα

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

και νιάσμα, το
1. το πρώτο όργωμα χέρσου αγρού
2. χωράφι ή χέρσα γη που καλλιεργήθηκε ή οργώθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. νέαμα < νεῶ (Ι) «πρωτοκαλλιεργώ». Ο τ. νιάσμα < νεάζω «πρωτοοργώνω»].