νιάμα

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

και νιάσμα, το
1. το πρώτο όργωμα χέρσου αγρού
2. χωράφι ή χέρσα γη που καλλιεργήθηκε ή οργώθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. νέαμα < νεῶ (Ι) «πρωτοκαλλιεργώ». Ο τ. νιάσμα < νεάζω «πρωτοοργώνω»].