νικησέμεν

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source

French (Bailly abrégé)

inf. f. épq. de νικάω.

Greek Monotonic

νῑκησέμεν: Επικ. απαρ. μέλ. του νικάω.