νοητών

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

Greek Monolingual

νοητῶν, -οῦσα, -όν (Μ)
νοερός, νοητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη < νοητός + μετοχική κατάλ. -ών].