νομολογία

From LSJ

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89

Greek Monolingual

η
1. η δικαστική ερμηνεία νόμου, η εφαρμογή του από δικαστήριο
2. το σύνολο τών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί από τα δικαστήρια
3. το σύνολο τών δικαστικών αποφάσεων για ένα συγκεκριμένο θέμα, το οποίο και αποτελεί οδηγό για ανάλογες περιπτώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομολόγος. Η λ. μαρτυρείται από 1847 στον Κ. Ασώπιο].