νοολογία

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source

Greek Monolingual

η
η μελέτη της ανθρώπινης νόησης, παλαιός όρος για τη φιλοσοφία του νού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. noologie < νόος / νοῦς + -λογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Ν. Βάμβα].