νοσήλια

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source

German (Pape)

τά, sc. σιτία, Krankenspeise, Arznei, Opp. Hal. 1.301; Suid. erkl. νοσήλεια, φάρμακα τὰ θεραπευτικά.