νουκλίδιο

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source

Greek Monolingual

το
φυσ. ατομικό είδος, αποτελούμενο από τον πυρήνα και τα περιφερειακά του ηλεκτρόνια, το οποίο χαρακτηρίζεται από τον αριθμό τών πρωτονίων και νετρονίων και από την ενεργειακή κατάσταση του πυρήνα του.