νοότης

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοότης Medium diacritics: νοότης Low diacritics: νοότης Capitals: ΝΟΟΤΗΣ
Transliteration A: noótēs Transliteration B: nootēs Transliteration C: nootis Beta Code: noo/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ, intellectuality, τῆς νοότητος ὡς ἁπλουστέρας οὔσης τοῦ νοῦ καὶ οἷον ἕξεως τοῦ νοεῖν Procl.in Prm.p.863S., cf. Dam.Pr.58.

Greek (Liddell-Scott)

νοότης: -ητος, ἡ, νοητικότης, τὸ νοητικόν, Α. Β. 1403.

Greek Monolingual

νοότης, ἡ (Α)
η ιδιότητα του νου, η ικανότητα της διάνοιας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + κατάλ. -ότης].