νταμαρτζής

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source

Greek Monolingual

ο
εργάτης σε λατομείο, λατόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νταμάρι + κατάλ. -τζής (πρβλ. ταξιτζής)].