ντομπροσύνη
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Greek Monolingual
η
η ιδιότητα και η συμπεριφορά του ντόμπρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ντόμπρος + κατάλ. -σύνη (πρβλ. καλοσύνη)].