ντομπροσύνη

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek Monolingual

η
η ιδιότητα και η συμπεριφορά του ντόμπρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ντόμπρος + κατάλ. -σύνη (πρβλ. καλοσύνη)].