ντομπροσύνη

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source

Greek Monolingual

η
η ιδιότητα και η συμπεριφορά του ντόμπρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ντόμπρος + κατάλ. -σύνη (πρβλ. καλοσύνη)].