νυκτέρεια
From LSJ
English (LSJ)
τά, = νυκτερεία (hunting by night, taking game asleep), Eun. VS p. 485 B.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτέρεια: τά, = τῷ προηγ., Εὐνάπ. 74· ἴδε Wyttenb. Πλούτ. 2. 273.
Greek Monolingual
νυκτέρεια, τὰ (Α) νύκτερος
νυκτερεία.
German (Pape)
τά, oder νυκτερεῖα, Nachtwachen, Sp.