νυκτελέω

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source

Greek (Liddell-Scott)

νυκτελέω: «νυκτελεῖν· ἐν νυκτὶ τελεῖν» Ἡσύχ.

German (Pape)

erkl. Hesych. ἐν νυκτὶ τελεῖν, also für νυκτιτελέω, vgl. Lobeck zu Phryn. 670.