νυκτοπλοϊκός
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
English (LSJ)
νυκτοπλοϊκή, νυκτοπλοϊκόν, given to sailing by night, Str.Chr.16.28.
Greek Monolingual
νυκτοπλοϊκός, -ή, -όν (Α) νυκτοπλοώ
αυτός που του αρέσει να πλέει τη νύχτα.