νυκτοπλοϊκός
From LSJ
Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις → Officia vetera vincit officium novum → Die neue Gunst besiegt den alten Gunsterweis
English (LSJ)
νυκτοπλοϊκή, νυκτοπλοϊκόν, given to sailing by night, Str.Chr.16.28.
Greek Monolingual
νυκτοπλοϊκός, -ή, -όν (Α) νυκτοπλοώ
αυτός που του αρέσει να πλέει τη νύχτα.