νυμφοτομώ

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119

Greek Monolingual

νυμφοτομῶ, -έω (Α)
τέμνω την κλειτορίδα για να τή μετατοπίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + -τομῶ (< -τόμος < τέμνω), πρβλ. λιθο-τομώ].