νυχθημερινός

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυχθημερινός Medium diacritics: νυχθημερινός Low diacritics: νυχθημερινός Capitals: ΝΥΧΘΗΜΕΡΙΝΟΣ
Transliteration A: nychthēmerinós Transliteration B: nychthēmerinos Transliteration C: nychthimerinos Beta Code: nuxqhmerino/s

English (LSJ)

νυχθημερινή, νυχθημερινόν, = νυχθήμερος (lasting a day and night,), διάστημα Cleom. 1.6.

Greek (Liddell-Scott)

νυχθημερινός: -ή, -όν, = νυχθήμερος, Κλεομήδ. σ. 39.

Greek Monolingual

νυχθημερινός, -ή, -όν (Α) νυχθήμερος (Ι)]
νυχθήμερος.