νόαρ

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νόαρ Medium diacritics: νόαρ Low diacritics: νόαρ Capitals: ΝΟΑΡ
Transliteration A: nóar Transliteration B: noar Transliteration C: noar Beta Code: no/ar

English (LSJ)

τό, (νοέω) phantasm, spectre, Theognost.Can.80.

Greek (Liddell-Scott)

νόαρ: τό, (νοέω) φάντασμα, φάσμα, Θεογνώστ. Καν. 80. 3· ὅθεν ὁ Ἕρμανν. γράφει νόαρ ἀντὶ κέαρ τῶν Ἀντιγράφων ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 784, καὶ ἀντὶ τοῦ ὄναρ, αὐτόθι 888.

Greek Monolingual

νόαρ, τὸ (Μ)
φάντασμα, φάσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοῶ, πιθ. κατά τα κέαρ, ὄναρ.