νόαρ
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
τό, (νοέω) phantasm, spectre, Theognost.Can.80.
Greek (Liddell-Scott)
νόαρ: τό, (νοέω) φάντασμα, φάσμα, Θεογνώστ. Καν. 80. 3· ὅθεν ὁ Ἕρμανν. γράφει νόαρ ἀντὶ κέαρ τῶν Ἀντιγράφων ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 784, καὶ ἀντὶ τοῦ ὄναρ, αὐτόθι 888.
Greek Monolingual
νόαρ, τὸ (Μ)
φάντασμα, φάσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοῶ, πιθ. κατά τα κέαρ, ὄναρ.