πλαστογραφία
From LSJ
τηλέφαντον κυανέας χθονὸς ἄστρον → far-shining star of the blue land
English (LSJ)
ἡ, forgery, J.Vit.11, BGU388 ii 39 (ii A. D.), Vett. Val.40.29 (pl.), Just.Nov.80.7.
German (Pape)
[Seite 625] ἡ, verfälschte, falsche, erdichtete, nachgeahmte Schrift, Sp., wie Ios. de vit. 11.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ πλαστογράφος
η ενέργεια του πλαστογραφώ, η σύνταξη πλαστών εγγράφων που γίνεται με έντεχνη απομίμηση ξένου γραφικού χαρακτήρα ή διακριτικών συμβόλων και αποσκοπεί σε προσωπικό όφελος
νεοελλ.
1. (ποιν. δίκ.) η κατάρτιση πλαστού, ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου ή τραπεζογραμματίου ή οποιουδήποτε άλλου τίτλου με σκοπό την παραπλάνηση σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες
2. μτφ. παραποίηση, διαστροφή της αλήθειας.