Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξέσκουφος

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν φοράει σκούφο, ξεσκούφωτος, ο χωρίς καπέλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ξεφουσκώνω].