ξέσφιγμα

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source

Greek Monolingual

το ξεσφίγγω
λύσιμο πράγματος δεμένου ή χαλάρωση πράγματος σφιγμένου, ξετέντωμα, λασκάρισμα.