ξέφωτος
From LSJ
ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself
Greek Monolingual
-η, -ο
1. (για τόπο) ηλιόλουστος, ολοφώτεινος
2. το ουδ. ως ουσ. το ξέφωτο
έκταση ανοιχτή, χωρίς δέντρα, μέσα σε δάσος
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ξέφωτα
α) μετά την εορτή τών Φώτων, μετά τα Θεοφάνεια
β) υπό άπλετο φως, την ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + -φωτός (< φως, φωτός), πρβλ. κατά-φωτος].