ξανθοφύλλη

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189

Greek Monolingual

η
(βιοχ.) κίτρινη ή πορτοκαλόχρωμη χρωστική, συγγενής προς τη χλωροφύλλη, που απαντά στο ζωικό και φυτικό βασίλειο και ανήκει από χημική άποψη στα καροτενοειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. xanthophylle (< ξανθός + φύλλο). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Οικονομίδη].