ξανθόχρους
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
de couleur jaune.
Étymologie: ξανθός, χρόα.
Greek Monolingual
ξανθόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει ξανθό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + χροῦς «χρώμα» (πρβλ. κυανόχρους)].
Middle Liddell
German (Pape)
zusammengezogen aus ξανθόχροος.