ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
και ξεζούνω (Μ ξεζώνω)βγάζω τη ζώνη ή αφαιρώ οτιδήποτε φορώ στη μέση μουνεοελλ.μέσ. ξεζώνομαιμτφ. πέφτω με λαιμαργία σε άφθονο φαγητό και ποτόμσν.λύνω ή βγάζω από πάνω μου τα άρματα.