ξεζώνω

From LSJ

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source

Greek Monolingual

και ξεζούνω (Μ ξεζώνω)
βγάζω τη ζώνη ή αφαιρώ οτιδήποτε φορώ στη μέση μου
νεοελλ.
μέσ. ξεζώνομαι
μτφ. πέφτω με λαιμαργία σε άφθονο φαγητό και ποτό
μσν.
λύνω ή βγάζω από πάνω μου τα άρματα.