αναπαύω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
Greek Monolingual
(Α ἀναπαύω και ποιητ. και ιων. ἀμπαύω)
Ι. ενεργ.
1. απαλλάσσω κάποιον από τους κόπους, δίνω ανάπαυση, ξεκουράζω
2. ανακουφίζω, καταπραΰνω, ξαλαφρώνω
3. σκοτώνω κάποιον, τον «βγάζω απ’ τη μέση»
ΙΙ. μέσ.
1. διακόπτω σωματική ή πνευματική εργασία για να ξεκουραστώ, ξεκουράζομαι (στα αρχ. και μσν. και στην ενεργ.)
2. κατακλίνομαι για ξεκούραση και ύπνο, κοιμάμαι
3. πεθαίνω
4. (ειδ. για χωράφια) αφήνομαι ακαλλιέργητος για ορισμένο χρονικό διάστημα (Εκκλ.) απολυτρώνω κάποιον με τον θάνατο από τα επίγεια βάσανα
νεοελλ.
1. προξενώ σε κάποιον ικανοποίηση, ικανοποιώ, ευχαριστώ
2. φρ. «ο Θεός να τον αναπαύσει!», ευχή για νεκρό «τον ανάπαυσε ο Θεός», τον απάλλαξε από τα βάσανα του κόσμου, πέθανε
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. καταπαύω, σταματώ, βάζω τέρμα σε κάτι
ΙΙ. μέσ. απαλλάσσομαι από κάτι, σταματώ, απέχω ΙΙΙ. (για στρατεύματα) διακόπτω την πορεία, σταματώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + παύω.
ΠΑΡ. ανάπαυλα, ανάπαυση (-ις), αναπαυτήριος, αναπαυτικός αρχ. ἀνάπαυμα
μσν.- νεοελλ.
ἀναπαύσιμος.