αναπαύω
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
Greek Monolingual
(Α ἀναπαύω και ποιητ. και ιων. ἀμπαύω)
Ι. ενεργ.
1. απαλλάσσω κάποιον από τους κόπους, δίνω ανάπαυση, ξεκουράζω
2. ανακουφίζω, καταπραΰνω, ξαλαφρώνω
3. σκοτώνω κάποιον, τον «βγάζω απ’ τη μέση»
ΙΙ. μέσ.
1. διακόπτω σωματική ή πνευματική εργασία για να ξεκουραστώ, ξεκουράζομαι (στα αρχ. και μσν. και στην ενεργ.)
2. κατακλίνομαι για ξεκούραση και ύπνο, κοιμάμαι
3. πεθαίνω
4. (ειδ. για χωράφια) αφήνομαι ακαλλιέργητος για ορισμένο χρονικό διάστημα (Εκκλ.) απολυτρώνω κάποιον με τον θάνατο από τα επίγεια βάσανα
νεοελλ.
1. προξενώ σε κάποιον ικανοποίηση, ικανοποιώ, ευχαριστώ
2. φρ. «ο Θεός να τον αναπαύσει!», ευχή για νεκρό «τον ανάπαυσε ο Θεός», τον απάλλαξε από τα βάσανα του κόσμου, πέθανε
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. καταπαύω, σταματώ, βάζω τέρμα σε κάτι
ΙΙ. μέσ. απαλλάσσομαι από κάτι, σταματώ, απέχω ΙΙΙ. (για στρατεύματα) διακόπτω την πορεία, σταματώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + παύω.
ΠΑΡ. ανάπαυλα, ανάπαυση (-ις), αναπαυτήριος, αναπαυτικός αρχ. ἀνάπαυμα
μσν.- νεοελλ.
ἀναπαύσιμος.