πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
και ξεκουτιάζω
1. καθιστώ κάποιον ανόητο, αποβλακώνω
2. (ενεργ. και μέσ.) γίνομαι ανόητος, αποβλακώνομαι, ξεμωραίνομαι (α. «γέρασες και ξεκούτιανες» β. «γριά ξεκουτιασμένη»)
3. αποχαυνώνομαι από τις καταχρήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)- + κουτιαίνω (< κοντός)].