ξενογαμία

From LSJ

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source

Greek Monolingual

η
βοτ. η γονιμοποίηση ενός άνθους από άλλο άνθος του ίδιου είδους, το οποίο όμως φύεται σε άλλο φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xenogamy < xeno- (< ξένος) + -gamy (< -γαμία < -γαμος < γάμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1803 στον Κ. Οικονόμο].