ξενοχειροτόνητος

From LSJ

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source

Greek Monolingual

ξενοχειροτόνητος, -ον (Μ)
φρ. «ξενοχειροτόνητοι κληρικοί» — κληρικοί που χειροτονήθηκαν σε άλλη επαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -χειροτονῶ].