ξενοχειροτόνητος
From LSJ
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Greek Monolingual
ξενοχειροτόνητος, -ον (Μ)
φρ. «ξενοχειροτόνητοι κληρικοί» — κληρικοί που χειροτονήθηκαν σε άλλη επαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -χειροτονῶ].